άστοχος

άστοχος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν πετυχαίνει το σκοπό του: Οι βολές που είχαν ριχτεί ήταν άστοχες.
2. ανεπιτυχής, αδέξιος, άσκοπος: Κάνεις άστοχες ενέργειες.
3. αυτός που δεν αποδίνει καρπό, άκαρπος: Η φετινή χρονιά ήταν άστοχη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄστοχος — missing the mark masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστοχος — η, ο (AM ἄστοχος, ον) 1. αυτός που δεν πετυχαίνει τον στόχο του, που σκοπεύει χωρίς επιτυχία 2. ο ασυλλόγιστος, ο απερίσκεπτος 3. ο άσκοπος, ο μάταιος νεοελλ. ο άκαρπος («άστοχη γή, άστοχα γεννήματα») …   Dictionary of Greek

  • ἀστόχως — ἄστοχος missing the mark adverbial ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστοχον — ἄστοχος missing the mark masc/fem acc sg ἄστοχος missing the mark neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόχοις — ἄστοχος missing the mark masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόχου — ἄστοχος missing the mark masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόχους — ἄστοχος missing the mark masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστοχα — ἄστοχος missing the mark neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστοχοι — ἄστοχος missing the mark masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”